φλυάρως

φλυάρως
ΜΑ
επίρρ. βλ. φλύαρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φλυάρως — φλυά̱ρως , φλύαρος silly talk masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”